Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2013

Το Δέντρο της Φωτιάς (Delonix Regia)



 


  Delonix regia είναι ένα είδος ανθοφόρου φυτού της οικογένειας Fabaceae, υπό-οικογένεια Caesalpinioideae . Κύριο χαρακτηριστικό του είναι τα φτεροειδή φύλλα του και η κατακόκκινη ανθοφορία του. Σε πολλές τροπικές περιοχές του κόσμου καλλιεργείται ως καλλωπιστικό δέντρο και στα αγγλικά ονομάζεται  Βασιλική Poinciana ή Flamboyant. Είναι επίσης ένα από τα πολλά δέντρα γνωστό ως δέντρο Φλόγα.

Το όνομα του προέρχεται από τις Ελληνικές λέξεις Δήλος (προφανές, εμφανές) και ονιξ (νύχι). 

  Το Royal Poinciana προέρχεται από την Μαδαγασκάρη και συγκεκριμένα από τα ξηρά φυλλοβόλα δάση αυτής. Επιπρόσθετα της καλλωπιστικής του αξίας το Delonix ειναι πολύ χρήσιμο και ως δέντρο σκιάς. Παρότι φτάνει σε μέτριο ύψος η κόμη του απλώνετε ευρύτατα και το πυκνό φύλλωμά του παρέχει πλήρη σκίαση. Σε περιοχές με καταγεγραμμένη ξηρά περίοδο το δέντρο της φωτιάς ρίχνει τα φύλλα του, σε άλλες περιοχές όμως είναι πρακτικά αιθαλές





Περιβαλλοντικές απαιτήσεις

  Η Royal Poinciana απαιτεί ένα τροπικό ή σχεδόν τροπικό κλίμα , αλλά μπορεί να ανεχθεί την ξηρασία και συνθήκες αλμυρές . Προτιμά μια ανοιχτή , ελεύθερα αποστράγγιζόμενα αμμώδη ή αργιλώδη εδάφη εμπλουτισμένα με οργανική ύλη . Το δέντρο δεν αρέσκετε σε βαριά αργιλώδη εδάφη και ανθίζει περισσότερο αφειδώς όταν διατηρείται ελαφρώς απότιστο . Το Poinciana καλλιεργείται ευρέως στην Καραϊβική , την Αφρική , τη Βόρεια Αυστραλία το Χονγκ Κονγκ , τα Κανάρια Νησιά , το Μεξικό , την Κύπρος , την Μάλτα , την Ταϊλάνδη , τις Φιλιππίνες, την Ταϊβάν και τη νότια Κίνα, και είναι , επίσης, το δέντρο της πόλης της Ταϊνάν, Ταϊβάν και της Xiamen , Fujian επαρχία της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας . Το Εθνικό Cheng Kung, ένα πανεπιστήμιο που βρίσκεται στην Ταϊνάν , έχει την Royal Poinciana στο έμβλημά της . Επίσης αναπτύσσεται σε όλη τη νότια Βραζιλία , ως καλλωπιστικό δέντρό στο Rio Grande do Sul ( Canoas και Πόρτο Αλέγκρε ) 


Πολλαπλασιασμός

  Το Δελόνιξ πολλαπλασιάζονται συχνότερα με σπόρους. Οι σπόροι συλλέγονται, εμποτίζονται σε ζεστό νερό για τουλάχιστον 24 ώρες, και φυτεύονται σε ζεστό, υγρό έδαφος σε ημι-σκιά, σε κάπως προστατευμένη θέση. Αυτές η μέθοδος επιτρέπει στην υγρασία να εισχωρήσει στο σκληρό εξωτερικό περίβλημα, διεγείροντας τη βλάστηση. Τα σπορόφυτα αναπτύσσονται ταχέως και μπορεί να φτάσουν τα 30 εκατοστά σε λίγες εβδομάδες κάτω από ιδανικές συνθήκες.

  Λιγότερο συχνός, αλλά εξίσου αποτελεσματικός, είναι ο πολλαπλασιασμός με ημιξυλώδη μοσχεύματα. Κλάδια τα οποία αποτελούν την ανάπτυξη της τρέχοντος ή της προηγούμενης σεζόν μπορούν να κοπούν σε τμήματα των 30 εκατοστών τα οποία στη συνέχεια φυτεύονται σε ένα υγρό μείγμα για γλάστρες. Η μέθοδος αυτή είναι πιο αργή από ό, τι ο πολλαπλασιασμός με σπόρο (για τα μοσχεύματα θα χρειαστούν μερικοί μήνες μέχρι να αναπτυχθεί η ρίζα), αλλά είναι η προτιμώμενη μέθοδος για την εξασφάλιση νέων δέντρων τα οποία θα είναι ακριβώς όπως το μητρικό φυτό. Ως εκ τούτου, τα μοσχεύματα είναι μια ιδιαίτερα κοινή μέθοδος πολλαπλασιασμού για την πιο σπάνια κίτρινη ποικιλία του δέντρου.

Παρασκευή 24 Μαΐου 2013

Καλλιέργεια Νέων Λαχανικών Ανθεκτικά στην Αλατότητα: Crithmum maritimum, Crambae maritima, Aster tripolium


  Η αλατότητα των εδαφών είναι ένα ευρέως διαδεδομένο πρόβλημα στις μέρες μας δεδομένου και της συνεχούς υποβάθμισης των υδάτων λόγο προβλημάτων όπως η υφάλμυρη του υδροφόρου ορίζοντα. Η αλατοτητα οδηγεί σε μειωμένες αποδόσεις, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με την όλη αντικειμενική επιδίωξη της ύδρευσης. Επίσης, επειδή η διαχείριση της αλατοποίησης σχετίζεται με την περιοδική εκπλυση του εδάφους, δημιουργούνται νερά απορροής χαμηλής ποιότητας τα οποία στη συνέχεια εισέρχονται στους υπόγειους θύλακες νερού.  Η ενδεδειγμένη πρακτική προκειμένου να λυθεί αυτό το πρόβλημα θα ήταν να αυξήσουμε την αντοχή των υπαρχόντων φυτών στην αλατοτητα, κάτι όμως που έχει αμφίβολα αποτελέσματα. Μια άλλη προσέγγιση στο πρόβλημα είναι η χρησιμοποίηση φυτών τα οποία έχουν υψηλή ανθεκτικότητα στην αλατοτητα, όπως για παράδειγμα τα αλόφυτα. Στα ολόφυτα το σύμπλεγμα των χαρακτηριστικών τα οποία προσδίδουν ανοχή στην αλατότητα είναι ήδη παρόν  και άρα το μόνο που χρειάζεται είναι να χρησιμοποιηθούν στο βέλτιστο βαθμό.  Καθένα από τα αλόφυτα βέβαια έχει διαφορετικό βαθμό ανοχής και άρα τα καταλληλότερα από αυτά πρέπει να επιλεγούν, τα οποία να έχουν ικανοποιητικό παραγωγικό βαθμό και παράλληλα καλή αντοχή στην αλατότητα. Το Crithmum maritimum, το Crambae maritime, το Beta maritime και το Aster tripolium είναι ορισμένα από αυτά τα φυτά τα οποία μπορούν να καλλιεργηθούν ως λαχανικά σε περιοχές όπου η χρησιμοποίηση ποιοτικού νερού είναι πολυτέλεια. Η παρούσα εργασία ασχολείται με τα χαρακτηρίστηκα αυτών των φυτών (φυσιολογικά και μορφολογικά), με τις επιδράσεις σε αυτά της υψηλής συγκέντρωσης αλάτων στο μέσο καλλιέργειας,  με τους τρόπους καλλιέργεια αυτών και με τις χρήσεις που αυτά τα φυτά μπορεί να έχουν.

Crithmum maritimum Linn. 





Το Crithmum maritimum ανήκει στην οικογένεια Umbelliferae και είναι κοινός γνωστό ως Μάραθο της θάλασσας είναι ένα φυτό ακροθαλασσιάς που απαντάται από την Κριμαία μέχρι το Land’s end στην Αγγλία και εκτείνεται μέχρι τον Καύκασο. Ολόκληρο το φυτό έχει μια “πικάντικη γεύση με ολίγη από αλατότητα” πάνω στο όποιο βασίστηκε και η μεγάλη φήμη του ως συστατικό σάλτων. Το Crithmum maritimum καλλιεργείτε στους αγγλικούς κήπους για τα σποροδοχεία του τα οποία κάνουν ζεστές και αρωματικά τουρσιά και για τα φύλλα του, τα οποία χρησιμοποιούνται στις σαλάτες αλλά κατά κύριο λόγο το Crithmum maritimum συλλέγετε από τις ακτές. Στην Τζαμάικα  επίσης χρησιμοποιείτε για την δημιουργία εύγευστων και θρεπτικών τουρσί. Στην Γαλλία  καλλιεργείτε για τα φύλλα του τα οποία σε συνδυασμό με ξύδι μπαίνουν σε σαλάτες και μαριναρίσματα. Η πρώτη αναφορά καλλιεργείς του Crithmum maritimum είναι από τον Quintyne στη Γαλλία το 1960. Αναφορά ξαναβρίσκουμε το 1765 στην Αγγλία από τον Stevenson, εκείνο τον καιρό χρησιμοποιούταν από τους φτωχούς ως βότανο και ως τουρσί. Παρατηρείτε τους Αμερικανικούς κήπους το 1821








  Το λεγόμενο και  Πέτρινο Ζαφείρι  έχει μικρή συμβολή στη βοτανική ιατρική, παρόλο το ότι είναι ένα καλό διουρητικό και είναι εν δυνάμει καλό ως θεραπευτικό για την παχυσαρκία. Έχει υψηλή περιεκτικότητα βιταμίνης C και μεταλλικών στοιχείων και θεωρείτε ότι ενεργεί ως αποσυμφορητικά των αερίων του εντέρου αλλά και ως συνταγή για υποβοήθηση της χώνεψης  Οι νεαρές άκρες του φυτού λειτουργούν για τον οργανισμό του ανθρώπου ως διουρητικό,  χωνευτικό, αποσυμφορητικά του εντέρου και καθαρτικό. Μαζεύονται όταν είναι ακόμα σε ανάπτυξη την άνοιξη και χρησιμοποιούνται φρέσκες. Τα φύλλα έχουν τη φήμη να βοηθούν στη απώλεια βάρους και έτσι χρησιμοποιούνται για να θεραπευτικούς σκοπούς στην περίπτωση παχυσαρκίας όπως και σε περιπτώσεις υπολειτουργίας των νεφρών. Το αιθέριο έλαιο δρα ως χωνευτικό, με τη χρήση μερικών σταγόνων στο φαγητό.



Crambae maritima


 Το Crambae maritima είναι φυτό μέλος της οικογενείας Brassicaceae. Είναι ένα άγριο πολυετές φυτό της Νότιο δυτικής ακτής της Ευρώπης και της περιοχής της Μαύρης θάλασσας. Στην Ελλάδα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως φυλλάδα της θάλασσας.

 Τα λευκασμένα φυντάνια μπορούν να φαγωθούν είτε ωμα είτε βραστά σαν τα σπαράγγια. Η γεύση από τις νεαρές ροζέτες μοιάζει αυτήν του λάχανου με μια ελαφριά γεύση φουντουκιού. 
 Το καθάρισμα είναι αχρείαστο, καθιστώντας το Crambae maritima ένα έτοιμο για κατανάλωση λαχανικό. Μπορεί να σερβιριστεί μονό του όπως και τα άσπρα σπαράγγια αλλά και με οστρακοειδή, ψαρί ή κρέας. Οι καλύτεροι σεφ θεωρούν το Crambae maritima  ως ένα μοντέρνο λαχανικό με πολλές προοπτικές. 

Το καλλιεργητικό σύστημα που χρησιμοποιείτε για το μοντέρνο ραδίκι Wolof  προτείνετε και για το Crambae maritima. Το σύστημα αυτό αποτελείτε από 3 στάδια παράγωγης.

  Φυτώρια in vitro και μέρη από το ριζικό σύστημα προσαρμόζονται για τις εξωτερικές συνθήκες. Ο μικροπολλαπλασιασμός επιτρέπει την γρήγορη παράγωγη φυτώριων αλλά λόγο του υψηλού κόστους χρησιμοποιείτε μονό για την αρχική γρήγορη αύξηση νέων κλώνων.
  Η ικανότητα αναπαραγωγής οφθαλμών είναι υψηλή στα μοσχεύματα ριζών. Τα μοσχεύματα προέρχονται από φυτά που δεν έχουν ακόμα μπει στο σκοτεινό θάλαμο. Κρατούνται σε χαμηλές θερμοκρασίες και υψηλή ατμοσφαιρική υγρασία μέχρι το ετοίμασα του αγρού την άνοιξη. 

  Η τοποθέτηση στον αγρό γίνεται μεταξύ 15 Μαρτίου και 15 Μάιου. Η βέλτιστη ημερομηνία είναι στο τέλος Μαρτίου για μοσχεύματα ριζών και οι αρχές Μάιου για in vitro φυτώρια. Η βέλτιστη πυκνότητα φύτευσης είναι 54,000 φυτά ανά εκτάριο ( 1 εκτάριο είναι όσο με 4 στρώματα). 
  Η διάρκεια ανάπτυξης στον αγρό είναι περί τους 6-8 μήνες κατά το όποιο διάστημα τα φυτά φτιάχνουν μια ή περισσότερες ροζέτες. Η ανάπτυξη σταματά και τα φύλλα  πέφτουν περί της 15 Νοέμβριου. Τότε τα φυτά μπορούν να μεταφερθούν στο σκοτεινό θάλαμο. Το Crambae maritima μπορούν να νεκρωθούν μερικώς από παγετό στους -15°C έως -18°C.       Η απόδοση ανά εκτάριο καλλιεργούμενης έκτασης είναι όμοια με αυτή του σπαραγγιού.

  Αφότου αφαιρεθεί ένα μέρος της ρίζας, τα φυτά μπαίνουν σε ένα υπόστρωμα τύρφης και μεταφέρονται σε σκοτεινό θάλαμο με 15°C και 85% σχετική υγρασία (Σ.Υ). Τα λευκασμένα φυντάνια είναι έτοιμα προς κατανάλωση μετά από 28-30 μέρες. 
 Το περιθώριο πλασαρίσματος τους στην αγορά για τους εδώδιμους νεαρούς βλαστούς (sprouts) είναι μεταξύ 20 Δεκεμβρίου και 15 Μαρτίου. Η απόδοση ανά φυτό διαφέρει από 30γρ. έως 120γρ. κάτι που εξαρτάται από το επίπεδο βιομάζας του φυτού που τοποθετείτε στο σκοτεινό θάλαμο και την διάρκεια κατά την οποία θα μείνει σε αυτόν. 


  Η εμπορική παράγωγη έχει εδραιωθεί σε αρκετά μέρη της Βόρειας Γαλλίας από το 1988 μετά από προκαταρκτικά πειράματα που έγινα στη Βρετάνη (1985) και στην κοιλάδα Loire (1987). Η ποικιλία που χρησιμοποιείτε είναι ένας κλώνος που αποκτήθηκε το 1984 από ένα φυτό του Εθνικού Βοτανικού κήπου της Γαλλίας το όποιο είχε αναπαραχθεί από ριζικό μόσχευμα. Αυτό το ο κλώνος και η μέθοδος αναπαραγωγής είναι προστατεύονται από τόσο Γαλλική πατέντα (8401984) όσο και Αμερικανική  (4645031).
 Εξαιτίας της διατροφικής του άξιας, το Crambae maritima θα μπορούσε να είναι ένα πολύ ελκυστικό λαχανικό στο μέλλον. Παρόλα αυτά, αρκετή ερευνά πρέπει να διεξήχθη τόσο για την αναπαραγωγή του (καλλιεργεί φυτών, φυσιολογικές και αγρονομικές έρευνες) όσο και για την προώθηση του (τοποθέτηση προϊόντος και συσκευασία). Όπως κάθε νέα καλλιεργεί, η επιτυχία του Crambae maritima θα εξαρτηθεί από την στρατηγική συνεργασία μεταξύ παραγώγων, ερευνητών και έμπορων.









Aster tripolium





Φυτό της οικογενείας Asteraceae. Ανθίζει από Ιούλιο έως Οκτώβριο. Τα άνθη του είναι ερμαφρόδιτα και γονιμοποιούνται από μέλισσες, μύγες, σκαθάρια και Λεπιδόπτερα.  Το φυτό είναι αυτό-λιπαζόμενο.
 Προτιμά αμμώδη, πηλώδη και αργιλώδη εδάφη τα οποία να είναι καλά στραγγισμένα. Προτίμα είτε σε όξινα,  είτε σε ουδέτερα, είτε σε αλκαλικά εδάφη και μπορεί να αναπτυχθεί και σε αλατούχα εδάφη. Χρειάζεται ήλιο για να αναπτυχθεί και υγρό έδαφος. 
Εδώδιμα μέρη του φυτού είναι τα φύλλα και οι μίσχοι. Τα κάπως σαρκώδη φύλλα του είναι κατάλληλα για τουρσί ή για μαγείρεμα. Έχουν γλυκιά γεύση. Ο Μίσχος περιέχει 8.4% τέφρα, ενώ τα φύλλα 9%. Η τέφρα αυτή είναι κυρίως NaCl.



  Επιτυγχάνει να αναπτυχθεί σε σχεδόν όλους τους κήπους με καλό χώμα, προτιμώντας εδάφη με καλή αποστράγγιση και ικανότητα κατακράτησης υγρασίας. Προτίμα ηλιόλουστες θέσεις. Το είδος τείνει να είναι ένα πολυετές μικρής διάρκειας ζωής. Υβριδοποιείτε εύκολα με αλλά μελή του γένους. 
  Η σπορά γίνεται επιφανειακά την άνοιξη σε ψυχρό πλαίσιο. Το κόμπος δε πρέπει να αφεθεί να στεγνώσει. Η πρόψυξη των σπόρων για διάρκεια 2 εβδομάδων μπορεί να βελτιώσει τα ποσοστά βλαστικότητας. Η βλάστηση συνήθως λαμβάνει χώρα μέσα σε 2 εβδομάδες στους 20°c. Όταν μεγαλώσουν αρκετά για να μπορούμε να τα μεταχειριστούμε τα τοποθετούμε σε ατομικά γλαστράκια και τα μεταφυτεύουμε έξω το καλοκαίρι.







Συμπεράσματα


  Η σημερινή κατάσταση την οποία έχουν περιέλθει τα εδάφη λόγο της εντατικοποίησης της γεωργικής εκμετάλλευσης ανά τον πλανήτη είναι άσχημη και χρόνο με το χρόνο χειροτερεύει. Κάθε επιπλέον μετρό γης προς εκμετάλλευση παίζει μεγάλη σημασία και καθώς τα ποιοτικά εδάφη με πρόσβαση σε ποιοτικό νερό γίνονται όλο και πιο σπάνια ή γίνονται οικονομικά ασύμφορα προς εκμετάλλευση η γεωργική εκμετάλλευση πρέπει να οδηγηθεί σε νέους τόπους και νέες πρακτικές. Ένα από αυτά τα νέα μονοπάτια είναι και αυτό της εκμετάλλευσης των δυνατοτήτων που προσφέρουν τα φυτά με ανεκτικότητα στα αλατούχα περιβάλλοντα. Η ενεργοποίηση τους ως μέρος της παγκόσμιας παράγωγης τροφίμων ίσως να έχει στο μέλλον βαρύνουσα σημασία ειδικά για περιοχές με δυσκολία στην καλλιεργεί και παροχή εδώδιμων πρώτων υλών καθώς τα φυτά αυτά προσφέρουν την δυνατότητα αυτή σε περιοχές που υπό κανονικές συνθήκες η εκμετάλλευση τους, δηλαδή καλλιέργεια συμβατικών και καθιερωμένων λαχανικών, δεν θα ήταν βιώσιμη ούτε σε οικονομικό επίπεδο ούτε σε επίπεδο ανάπτυξης φυτών.




Δευτέρα 15 Απριλίου 2013

Πιπερια (Capsicum annum), η χιλιοπρόσωπη Κυρία



  Η Capsicum annuum είναι ένα εξημερωμένο είδος φυτού του γένους Capsicum το οποίο κατάγεται από την Νοτιότερη Βόρεια Αμερική και τη βοριότερη Νότια Αμερική. Αυτό το είδος είναι το πιο κοινό και ευρέως καλλιεργούμενο από τα πέντε εξημερωμένα είδη πιπεριές. Το είδος περιλαμβάνει μια ευρεία ποικιλία σχημάτων και μεγεθών των πιπεριών, τόσο ήπιων όσο και καυτερών στη γεύση, που διαφέρουν από πιπερια σε πιπερια . Στο παρελθόν ξυλώδεις μορφές αυτού του είδους έχουν κληθεί C. frutescens , αλλά τα χαρακτηριστικά που χρησιμοποιούνται για να διακρίνουν αυτές τις μορφές εμφανίζονται σε πολλές πληθυσμούς C. annuum και έτσι το C. frutescens δεν είναι σταθερά αναγνωρίσιμη είδος

 Αν και το όνομα του είδους annuum σημαίνει «ετήσια» (από την λατινική annus "έτος"), το φυτό δεν είναι ετήσιο και με την απουσία παγετών το χειμώνα μπορεί να επιβιώσει αρκετές εποχές και να αναπτυχθεί σε ένα μεγάλο πολυετή θάμνο

Βοτανική περιγραφή

Η πιπεριά είναι αγγειόσπερμο, δικότυλο, ποώδες και θαμνώδες φυτό του γένους Καψικόν (Capsicum). Ανήκει στην τάξη Στρυχνώδη (Solanales) της οικογένειας Στρυχνοειδών (Solanaceae). Η πιπεριά υπάρχει σε 50 περίπου είδη ανά τον κόσμο, άλλοτε με γλυκούς και άλλοτε με καυτερούς καρπούς.
Το φυτό έχει ύψος 50–75 εκατοστά, βλαστούς που στην αρχή είναι τρυφεροί και στη συνέχεια ξυλώδεις, φύλλα σχετικά μικρά, ανοιχτοπράσινα, άνθη λευκά που φύονται μεμονωμένα σε ομάδες των 2 ή 3. Ο καρπός της πιπεριάς είναι πολύσπερμος πράσινος ή κιτρινοπράσινος, που γίνεται κόκκινος ή κίτρινος όταν ωριμάσει. Το σχήμα του, ανάλογα με την ποικιλία, είναι κωνικό και μακρύ έως σφαιρικό ή τοματόμορφο.


Οι γλυκείς καρποί είναι μεγαλύτεροι από τους καυτερούς, αυλακωτοί και διογκωμένοι. Μαζεύονται 60–80 μέρες μετά από τη μεταφύτευση του φυταρίου από το φυτώριο και όταν έχουν ζωηρό πράσινο χρώμα, πριν ωριμάσουν. Πλούσιοι σε βιταμίνη C και βιταμίνη Α, τρώγονται σε σαλάτες ή μαγειρεμένοι. Αποτελούν ένα από τα κύρια υλικά της Ελληνικής κουζίνας, καθώς χρησιμοποιούνται στη χωριάτικη σαλάτα, στα γεμιστά, αλλά και ως συμπλήρωμα σε σάλτσες κ.λ.π.
Οι καυτεροί καρποί χρησιμοποιούνται ψητοί ως ορεκτικό ή γίνονται σκόνη και χρησιμοποιούνται ως μπαχαρικό. Η καυστικότητα των καρπών οφείλεται σε μία ουσία, την καψαϊκίνη, ένα αλκαλοειδές που βρίσκεται στο εσωτερικό τους.
Χαρακτηρίζει σήμερα πολλές κουζίνες της Ανατολής, της Ινδίας, της Άπω Ανατολής και Λατινικής Αμερικής, ενώ είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη στην Ισπανία και το Μεξικό. Στα θερμά κλίματα η καυτερή πιπεριά καταναλώνεται κατά κόρον, καθώς ερεθίζει ορισμένα κέντρα του υποθαλάμου, προκαλώντας εφίδρωση και μείωση της θερμοκρασίας του σώματος. Γνωστότερα από τα μπαχαρικά που παράγονται από την καυτερή πιπεριά είναι το τσίλι και το καγιέν, από ξηραμένους καρπούς των ποικιλιών Frutescens και Annum, και η καυτερή σάλτσα Ταμπάσκο. Η γλυκιά πάπρικα προέρχεται από μία ποικιλία με ιδιαίτερο άρωμα αλλά μη καυτερή.




Τα κυριότερα είδη και οι ταξινομικές ποικιλίες τους είναι οι εξής:
Capsicum annuum, το οποίο περιλαμβάνει τις φλάσκες πιπεριές, την cayenne, την πάπρικα, την ταμπάσκο και τις jalapeños (χαλαπένιος).
Capsicum annuum var. glabriusculum
Capsicum baccatum, το οποίο περιλαμβάνει την ají amarillo, την ají limon και την criolla sella.
Capsicum baccatum var. pendulum
Capsicum baccatum var. praetermissum, το οποίο περιλαμβάνει την cumari.
Capsicum chinense, η οποία περιλαμβάνει την habanero.
Capsicum pubescens, η οποία περιάμβανει την rocoto.



Στην Ελλάδα 


  Στην Ελλάδα η πιπεριά καλλιεργείται σε όλη σχεδόν τη χώρα σε λαχανόκηπους και θερμοκήπια. Είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη στη Βόρεια Ελλάδα.







 Οι κυριότερες ποικιλίες είναι η πράσινη της Νέας Μαγνησίας με τους γλυκούς και σαρκώδεις καρπούς, Φλωρίνης με τους κόκκινους καρπούς γλυκούς ή καυτερούς, σχήματος κωνικού, μακριού, μετρίου μεγέθους που τρώγονται ψητές, γίνονται πάπρικα ή κονσερβοποιούνται, Τσούσκα με ελαφριά καυτερή γεύση και κιτρινοπράσινο χρώμα, κίτρινη Κουφαλίων, πιπερούδι, που γίνεται τουρσί και καλλιεργείται στις περιοχές της Θεσσαλονίκης, και άλλες. Η ξερή, τριμμένη κόκκινη πιπεριά σε ορισμένες περιοχές είναι γνωστή και σαν μπούκοβο.




Χρήσεις

Εκτός από τις προφανείς χρήσεις της πιπερίας στο φαγήτο η πιπερια χρησιμοποιήτε και σε άλλους τομείς τόσο στην Ελλάδα όσο και σε άλλα μέρη του κόσμου

Ιαρτικές

  Οι καυτέρες πιπεριές, οι οποίες οφείλουν την καυτή επίγευση τους στην ουσία καψαικίνη χρησιμοποιούνται για να απαλείνουν τον μυικό πόνο τοπικά όπως ακριβώς κάνουν και τα έμπλαστρα.

  Οι καυτερές πιπεριές χρησιμοποιούνται στην ιατρική, καθώς στο φαγητό στην Αφρική  και σε άλλα μέρη του κόσμου.

  Ο Άγγλος βοτανολόγος John Lindley περιγράφει την C. annuum στη σελίδα 509 του 1838 «Flora Medica» του ως εξής:
Χρησιμοποιήται στην ιατρική, σε συνδυασμό με Cinchona σε διακοπτόμενες και ληθαργικές παθήσεις, καθώς επίσης και σε ατονική ουρική αρθρίτιδα , σε δυσπεψία η οποία συνοδεύεται από μετεωρισμό , tympanitis, παράλυση κλπ. Η πιο πολύτιμη εφαρμογή της όμως φαίνεται να είναι στην οξεία διφθερίτιδας και στην κακοήθη οστρακιά, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί  είτε ως γαργάρα ή να χορηγηθεί εσωτερικά."



Καλλωπιστικές

  Μερικές ποικιλίες που καλλιεργούνται ειδικά για την αισθητική αξία τους περιλαμβάνουν τις ποικιλίες Black Pearl (Μαύρο Μαργαριτάρι) και το βολιβιανό Rainbow (Ουράνιο τόξο). Διακοσμητικές ποικιλίες τείνουν να έχουν ασυνήθιστα χρωματιστά, φρούτα και φύλλα με χρώματα όπως το μαύρο και μοβ. Όλα είναι βρώσιμα, και οι περισσότερες (όπως το Royal Black) είναι καυτερές.





Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2013

Τομάτα (Solanum lycopersicum) Η Βασίλισσα της διατροφής μας




 Η γνωστή σε όλους μας Τομάτα ή Ντομάτα ή Στρύχνον, αποτελεί πλέον ένα αναπόσπαστο κομμάτι της διατροφής μας και απαντάτε σε δισεκατομμύρια σπίτια καθημερινά ανά τον κόσμο . Αλλά στη πραγματικότητα τι ακριβώς γνωρίζουμε για αυτή;

Καταγωγή της τομάτας

  Η τομάτα, αλλιώς και ντομάτα, (επιστ. Στρύχνον το λυκοπερσικόν, Solanum lycopersicum συνώνυμο Lycopersicon esculentum, Λυκοπερσικόν το εδώδιμον) είναι ένα φυτό της οικογένειας των Σολανίδες (Solanaceae), ιθαγενές της Κεντρικής και Νοτίου Αμερικής, των περιοχών που τώρα απαντάτε το Μεξικό και σε έκταση που φτάνει μέχρι το Περού. Η λέξη τομάτα προέρχεται από τη λέξη tomatl της γλώσσας Ναχουάτλ. Από βοτανικής άποψης η ντομάτα είναι φρούτο. Όμως με βάση μια δικαστική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου των Ηνωμένων Πολιτειών το 1893, η ντομάτα προκηρύχθηκε ως λαχανικό

  Οι Αζτέκοι και άλλοι λαοί στην Κεντρική Αμερική χρησιμοποιούσαν τα φρούτα αυτά στη μαγειρική τους. Η ακριβής ημερομηνία της εξημέρωσης είναι άγνωστη, όμως από το 500 π.Χ., είχε ήδη αρχίσει να καλλιεργείται στο νότιο Μεξικό και πιθανώς και σε άλλες περιοχές. H μεγάλη, άμορφη τομάτα, μια μετάλλαξη από μια ομαλότερη, με μικρότερα φρούτα τομάτα, η οποία προέρχεται από την Κεντρική Αμερική, θεωρείτε ο άμεσος πρόγονος των σύγχρονων καλλιεργήσιμων τοματών.

Ο Ισπανός κατακτητής Cortés Hernán μπορεί να ήταν ο πρώτος μετέφερε το μικρή κίτρινη ντομάτα στην Ευρώπη αφού κατέλαβε την πόλη των Αζτέκων της Τενοτστιτλάν, τώρα Πόλη του Μεξικού, το 1521, αν και ο Χριστόφορος Κολόμβος , μπορεί να την έχει μεταφέρει αυτός συντομότερα το 1493. Η πρώτη συζήτηση της ντομάτας στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία εμφανίστηκε σε ένα βιβλίο φυτολογίας γραμμένο το 1544 από τον Pietro Andrea Mattioli , ένας Ιταλός γιατρός και βοτανολόγος, ο οποίος πρότεινε ότι ένας νέος τύπος μελιτζάνας είχε μεταφερθεί στην Ιταλία ο οποίος τύπος ήταν κόκκινος σαν το αίμα ή με χρυσό χρώμα όταν είναι ώριμος θα μπορούσε να χωριστεί σε τμήματα και να καταναλωθεί σαν μελιτζάνα, μαγειρευμένη και καρυκευμένη με αλάτι, μαύρο πιπέρι, και λάδι. Ωστόσο, δεν ήταν μέχρι δέκα χρόνια αργότερα που οι ντομάτες πήραν το όνομά τους σε έντυπη μορφή από τον Mattioli ως POMI d'oro , ή "χρυσό μήλο".

Περιγραφή


 Η τομάτα ζει μόνο μερικά χρόνια και συνήθως καλλιεργείται ως μονοετές φυτό. Τυπικά φτάνει τα 1-3 μ. ύψος, αλλά δεν έχει αρκετά ανθεκτικό βλαστό και στηρίζεται σε άλλα φυτά. Τα φύλλα έχουν μήκος 10-25 εκ. και είναι σύνθετα, αποτελούμενα από 5-9 μικρότερα φύλλα το καθένα μέχρι και 8 εκ. μακρύ με πριονοειδή περιφέρεια. Τόσο ο βλαστός του φυτού όσο και τα φύλλα φέρουν τρίχωμα. Τα λουλούδια έχουν διάμετρο 1-2 εκ., είναι κίτρινα με πέντε μυτερούς λοβούς και μεγαλώνουν σε ομάδες αποτελούμενες από 3-12. Το φυτό κάποτε λέγεται και τοματιά / ντοματιά.

  Ο καρπός που επίσης λέγεται τομάτα είναι σφαιρικός ή μακρόστενος, είναι εδώδιμος, και όταν είναι ώριμος είναι ζουμερός και έχει έντονο κόκκινο χρώμα. Το κόκκινο χρώμα του οφείλεται στο ότι περιέχει τη χρωστική λυκοπένιο. Πριν ωριμάσει, η τομάτα έχει πράσινο χρώμα. Στα άγρια φυτά ο καρπός έχει διάμετρο 1-2 εκ., αλλά στα περισσότερα ήμερα είναι αρκετά μεγαλύτερος, από 5-10 εκ.

  Ένας πρώτος διαχωρισμός ανάμεσα στους τύπους τομάτας που υπάρχουν είναι σε αναρριχώμενες   (indeterminate) οι οποίες είναι συνήθως που καλλιεργούνται στα θερμοκήπια καθώς χρειάζονται στήριξη όταν μεγαλώσουν και στις αυτοκλαδευόμενες (determinate) οι οποίες είναι και αυτές που δεν χρειάζονται στήριξη κάνοντας τις κατάλληλες για καλλιέργεια στην ύπαιθρο.

  Ανάλογα με το μέγεθος και το σχήμα ο διαχωρισμός των τοματών είναι ο εξής:








 1.    Τομάτες τύπου standard (Μεσόκαρπες): H κατηγορία αυτή περιλαμβάνει τομάτες μικρού ή μέτριου μεγέθους καρπούς με βάρος από 80-220 γραμ. Συνήθως έχουν στρογγυλό σχήμα και 2-4 εσωτερικές κοιλότητες. Το χρώμα τους είναι συνήθως κόκκινο, η υφή της σάρκας τους τραγανή και διακρίνονται από υψηλή μετασυλλεκτική διατηρησιμότητα. Είναι η πιο δημοφιλής κατηγορία στις αγορές της Βόρειας και Κεντρικής Ευρώπης, Τουρκίας, Μέσης Ανατολής κ.α.









2.      Τομάτες τύπου beefsteak (Μεγαλόκαρπες): Mεγάλου μεγέθους καρπούς με βάρος πάνω από 230 γραμ. (συνήθως 250-300 γραμ.). To σχήμα τους ποικίλει από πλακέ, στρογγυλό ή μηλοειδές (globe). Έχουν πολλές εσωτερικές κοιλότητες (συνήθως από 4 και πάνω) η υφή της σάρκας τους είναι πιο χυμώδης. Είναι η κυρίαρχη κατηγορία στην Ελληνική αγορά (> 80% της συνολικής αγοράς) καθώς και ιδιαίτερα δημοφιλή και σε άλλες χώρες όπως Ισπανία, Βαλκάνια, Λίβανος, Μεξικό κ.α.









3.      Τομάτες τύπου Cluster (Τσαμπί): Μικρού ή μετρίου μεγέθους καρπούς με βάρος 60-150 γραμ. συνήθως. To σχήμα είναι στρογγυλό και λείο και χαρακτηρίζονται από υψηλή ομοιομορφία. Στην πραγματικότητα το βασικό χαρακτηριστικό αυτής της κατηγορίας είναι ότι είναι δυνατή η συγκομιδή ολόκληρης της ταξικαρπίας (τσαμπί), καθώς η πρώτη τομάτα που ωριμάζει δεν σκάει μέχρι να ωριμάσει και η τελευταία. Με αυτό τον τρόπο συγκομίζονται ολόκληρα τα τσαμπιά (clusters) με 4-8 καρπούς. Η κατηγορία αυτή γίνεται όλο και πιο δημοφιλής στους καταναλωτές παγκοσμίως, καθώς η παρουσίαση στο ράφι ολόκληρων των τσαμπιών με τον πράσινο μίσχο τους παραπέμπει σε πιο φρέσκο προιόν που έχει μόλις μαζευτεί.















4.      Τομάτες τύπου Cocktail: Mικρού μεγέθους καρποί, βάρους 40-60 γραμ. Βασικό χαρακτηριστικό της κατηγορίας αυτής είναι ότι οι ταξικαρπίες έχουν μεγάλο αριθμό καρπών, πιο συχνά 10-12 καρπούς. To σχήμα είναι στρογγυλό και λείο και η σάρκα τραγανή εξωτερικά αλλά ζουμερή εσωτερικά. Τομάτες τύπου cocktail έχουν συνήθως προέλθει από διασταύρωση τοματών τύπου cluster και cherry, οπότε και προκύπτει το ενδιάμεσο μέσο βάρος. Μπορούν να συγκομιστούν σαν μεμονωμένοι καρποί ή σαν ολόκληρες ταξικαρπίες (clusters).










5.      Τομάτες τύπου Cherry: Πολύ μικρού μεγέθους καρποί, με βάρος 15-30 γραμ. και στρογγυλό σχήμα. Οι ταξικαρπίες έχουν μεγάλο αριθμό καρπών (> 12-15, συχνά πολύ περισσότερους). Συγκομίζονται μεμονωμένοι















6.      Τομάτες τύπου Plum: Τομάτες 150 γραμ. < που έχουν σχήμα επίμηκες-οβάλ (σαν δαμάσκηνο/plum). Συχνά έχουν υψηλά brix, κρεμώδη υφή και καλή συνεκτικότητα. Οι καρποί τους συγκομίζονται μεμονωμένοι ή τσαμπιά. Στην Ελλάδα είναι γνωστές και με την κοινή ονομασία «πομοντόρια».


















7.      Τομάτες τύπου Perino ή San Marzano : H κατηγορία αυτή περιλαμβάνει τομάτες με παρόμοιο σχήμα με τις ποικιλίες που καλλιεργήθηκαν αρχικά στην πόλη St. Marzano της επαρχίας Campania στην Ιταλία. Χαρακτηρίζεται από το επίμηκες (μήκους 12-15 εκατ.), ελαφρά τετραγωνισμένο σχήμα και μέσο βάρος 100-150 γραμ. Είναι σαρκώδεις, με γλυκιά γεύση και λιγότερο χυμώδεις και με λιγότερους σπόρους από άλλες ποικιλίες. Πρεσβεύει την χαρακτηριστική εικόνα της ιταλικής τομάτας σε ολόκληρο τον κόσμο.







8.      Τομάτες τύπου Salad: Μέσου ή μεγάλου μεγέθους καρποί, 250-300 γραμ. Χαρακτηριστικό είναι πριν την ωρίμανση το χρώμα των ανώριμων καρπών είναι πιο σκουροπράσινο και γίνονται έντονα κόκκινοι στην ωρίμανση. Συγκομίζονται όταν στην άκρη του καρπού εμφανιστεί το χρώμα καθώς ωριμάζουν εσωτερικά πιο γρήγορα απ’ ότι εξωτερικά. Η υφή τους είναι σαρκώδης με μοναδική ισσοροπία γλυκύτητας-οξύτητας στη γεύση.











9.      Τομάτες Ox Heart (ή Cuore di Bue): Χαρακτηριστικό σχήμα σαν φράουλα ή αχλάδι με πολύ έντονες λοβώσεις. Το βάρος ποικίλει από 100 μέχρι και πάνω από 400 γραμ. και έχει σαρκώδη υφή και γλυκιά γεύση. Το χρώμα που συγκομίζονται ποικίλει από αποχρώσεις του ροζ-πορτοκαλί έως και κόκκινο.









Βέβαια εκτός από τις παραπάνω κατηγορίες, υπάρχουν πληθώρα άλλων τύπων σε ποικιλία μεγεθών που μαζεύονται ως μεμονωμένοι καρποί ή ολόκληρα τσαμπιά.
Το σχήμα τους ποικίλει από πλακέ, στρογγυλό έως οβάλ και επιμήκες. Αλλά και το χρώμα δεν είναι πάντα κόκκινο! Μπορεί να ποικίλει από κίτρινο, πορτοκαλί,ροζ, καφέ, μοβ, μαύρο ή ακόμα και να έχει περισσότερα από 1 χρώματα.



Σύγχρονες εμπορικές ποικιλίες

  Η κακή γεύση και η έλλειψη της ζάχαρης στο σύγχρονο κήπο και οι εμπορικές ποικιλίες ντομάτας προέκυψαν από την αναπαραγωγή των τοματών που ωριμάζουν ομοιόμορφα κόκκινές δηλαδή είναι οπτικά κοντά στο τέλειο χώρις δυσμορφίες. Αυτή η αλλαγή έγινε μετά την ανακάλυψη μιας ποικιλίας στα μέσα του 20ου αιώνα, η οποία ωρίμαζε ομοιόμορφα και η οποία διασταυρώθηκε ευρέως για την παραγωγή ελκυστικών κόκκινων φρούτων, χωρίς το τυπικό πράσινο δακτύλιο που περιβάλλει το στέλεχος των μη βελτιωμένων ποικιλιών. Πριν από τη γενική εισαγωγή αυτού του χαρακτηριστικού οι ντομάτες ήταν σε θέση να παράγουν περισσότερη ζάχαρη κατά τη διαδικασία της ωρίμανσης και ήταν πιο γλυκές και πιο γευστικές.



Ασθένειες και παράσιτα

Οι ποικιλίες τομάτας διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό την αντοχή τους σε ασθένειες. Τα σύγχρονα υβρίδια έχουν επικεντρωθεί στη βελτίωση της αντίστασης σε ασθένειες  σε σχέση με τα φυτά των παραδοσιακών ποικιλιών. Μια κοινή ασθένεια ντομάτας είναι ο καπνός του ιού μωσαϊκό , έτσι κάπνισμα ή τη χρήση του καπνού αποθαρρύνονται γύρω από τις ντομάτες, αν και υπάρχει κάποια επιστημονική συζήτηση για το αν ο ιός θα μπορούσε ενδεχομένως να επιβιώσει όταν καίγεται και μετατρέπεται σε καπνό. Οι διάφορες μορφές του ωιδίου και του περονόσπορου είναι επίσης κοινά βάσανα για την ντομάτα, στο οποίο γεγονός οφείλεται το γιατί οι ποικιλίες ντομάτας συχνά επισημαίνονται με ένα συνδυασμό γραμμάτων που αφορούν σε ειδικές ανθεκτικότητες στις ασθένειες. Τα πιο κοινά γράμματα είναι: V - Verticillium  , F - fusarium  στέλεχος I, FF - fusarium στέλεχος Ι και ΙΙ, Ν - νηματώδεις , T - καπνός του ιού μωσαϊκό , και A - Alternaria .

  Η ντομάτα έκτος από ασθένειες έχει και ζωντανούς εχθρούς. Μερικά κοινά παράσιτα της ντομάτας είναι βρωμούσες , αφίδες , αλευρώδης , πράσινα σκουλίκια, σκουλίκια των φρούτων, σκαθάρια ψύλλων , τετράνυχους , γυμνοσάλιαγκες και σκαθάρια πατάτας.

  Τα φυτά τομάτας παράγουν το πεπτίδιο φυτικής ορμόνης συστεμίνη μετά από μια επίθεση εντόμων. Η Συστεμίνη ενεργοποιεί αμυντικούς μηχανισμούς, όπως η παραγωγή των αναστολέων πρωτεάσης για την επιβράδυνση της ανάπτυξης των εντόμων. Η ορμόνη αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά στις ντομάτες, αλλά υπάρχουν παρόμοιες πρωτεΐνες έχουν ταυτοποιηθεί σε άλλα είδη από τότε.

  Προσοχή!! 'Ολα τα παραπάνω μπορούν να ελεγχθούν σε μεγάλο με απόλυτα βιολογικό τρόπο χωρίς την χρήση χημικών, μόνο με την χρήση βιολογικών σκευασμάτων είτε εμπορικών είτε ιδιοκατασκευασμένων. Η χρήση χημικών ιδιαίτερα σε κήπους που διατηρούμε για προσωπική μας χρήση είναι ιδανικότερο να αποφεύγεται.

Το Μέλλον της Τομάτας


  Το Μάιο του 2012 δημοσιεύτηκε σε αναθεώρηση του περιοδικού Nature το γονιδίωμα της τομάτας, ολοκληρωμένο κατά σχεδόν 80%. Το πρόγραμμα αποκωδικοποιήσης του γονιδιώματος της τομάτας, γνωστό ως Tomato Genome Consortium, ξεκίνησε το 2003 και μελέτησε το γονιδιώμα της ποικιλίας Heinz 1760 και της άγριας τομάτας Solanum pimpinellifolium. Συνολικά στο πρόγραμμα συμμετείχαν 300 επιστήμονες από 14 χώρες. Αρχικά η αποκωδικοποίηση έγινε με παραδοσιακό τρόπο και μέχρι το 2008 υπήρχαν πολλά κοινά, οπότε και χρησιμοποιήθηκαν πιο σύγχρονες μέθοδοι, όπως η whole-genome shotgun sequencing. Το γονιδίωμα της ντομάτας έχει 12 χρωμοσώματα, στα οποία βρίσκονται 31.760 γονίδια. Εκτιμάται ότι η αποκωδικοποίηση του γονιδιώματος θα οδηγήσει σε νέες ποικιλίες σε περίπου 5 χρόνια, ενώ θα οδηγήσει σε βελτιωμένες ποικιλίες συγγενικών ειδών όπως η μελιτζάνα και η πιπεριά. Η ντομάτα και η πατάτα έχουν το 92% των γονιδίων τους κοινά.

  Το συγκεκριμένο project έγινε αφορμή η τομάτα να αλλάξει το επιστημονικό της όνομα από Lycopersicon esculentum σε Solanum lycopersicum καθώς διαπιστώθηκε ότι, η Τομάτα βρίσκεται ποιο κοντά στο γένος Solanum, όπως άλλωστε είχε διατυπώσει αρχικά και ο Σουηδός Limnaeus πατέρας της σύγχρονης Συστηματικής Βοτανικής.





Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2013

Γκαζάνια ή Λουλούδι Θησαυρός (Gazania rigens)

Περιγραφή 


 Η Γκαζάνια είναι ένα είδος ανθοφόρου πολυετές φυτού το οποίο ανήκει στην οικογένεια Asteraceae sτην οποία ανήκουν και οι μαργαρίτες. Είναι ενδημικό της Νοτίου Αφρικής αν και πλέον έχει εγκλιματιστεί και απαντάτε σε πολλές περιοχές του κόσμου οι οποίες προσφέρουν παρόμοιο κλίμα. Επίσης καλλιεργείτε ευρέως ως καλλωπιστικό φυτό κήπου καθώς αποτελεί ένα από τα καλλίτερα φυτά για εδαφοκάλυψη. Εξαπλώνεται εύκολα, είναι χαμηλής ανάπτυξης,  μισό σκληραγωγημένο, φτάνει τα 20 εκ. ύψος αλλά και πλάτος και διαθέτει συνήθως μπλε-γκρι και ασημί-γκρι φύλλωμα με άνθη που ποικίλουν από λαμπερό κίτρινο έως βαθύ μωβ με διάφορες παραλλαγές στα σύνθετα άνθη τους. Τα φύλλα της διατάσσονται εναλλάξ (4-12 cm και πλάτος 5-40 mm) και είναι μεταβλητά σε σχήμα καθώς μπορούν να είναι μακρυά και στενά με ολοκληρωτικά περιθώρια, ή βαθιά διαιρεμένα σε πολλά μικρά τμήματα.



  Στην Αυστραλία, όπου το φυτό είναι γνωστό ως παράκτια Γκαζάνια, το είδος έχει εγκληματιστεί στις παράκτιες αμμοθίνες των δρόμων του Central Coast Σίδνεϊ και σε περιοχές της Νέας Νότιας Ουαλίας, καθώς και στις ακτές της Νοτιοανατολικής Queensland. Στη Νότια Αυστραλία βρίσκεται στο νότιο Mount Lofty καθώς και στην χερσόνησο Eyre.



Καλλιέργεια


  Η Gazania rigens καλλιεργείται για τα φανταστικά άνθη της, τα οποία εμφανίζονται στα τέλη της άνοιξης και κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, αλλά σε περιοχές με ήπιο χειμώνα μπορεί να ανθίζουν και όλο το χρόνο. Τα φυτά προτιμούν μια ηλιόλουστη θέση και επιδεικνύουν μεγάλη αντοχή στην έλλειψη νερού και στα φτωχά εδάφη . Στις εύκρατες περιοχές το φυτό αναπτύσσεται συνήθως ως ένα ημι-ανθεκτικά πολυετές, αν και μπορεί να ανεχθεί μικρές περιόδους παγετού.



  Τα άνθη της Γκαζάνιας χρειάζονται πολύ και απευθείας φώς για να ανθίσουν και για αυτό το λόγω όταν ο καιρός είναι νεφελώδης ή όταν τα φυτά έχουν τοποθετηθεί έστω και σε ημισκιά, τα άνθη τους παραμένουν κλειστά.




  Φυτό που αντέχει πάρα πολύ στις παραθαλάσσιες φυτεύσεις  καθώς είναι πολύ ανθεκτικό στα άλατα τα οποία μεταφέρονται από τα υδροσταγονίδια της θάλασσας.

Η ποικιλία G. rigens var. uniflora και η ποικιλία 'Variegata » έχoyn κερδίσει το Royal Horticultural Society 's Award of Merit Garden .




Ποικιλίες


Υπάρχουν τρεις αναγνωρισμένες ποικιλίες σήμερα:

G. rigens (L.) Gaertn. var. leucolaena (DC.) Roessler. Στην καλλιέργεια, η ποικιλία αυτή αναφέρεται ως Trailing Gazania .

G. rigens (L.) Gaertn. var. rigens Η ποικιλία αυτή βρίσκεται μόνο στην καλλιέργεια, όπου είναι γνωστ;h ως Clumping Gazania . Διακρίνεται από τα μεγάλα της, 4 έως 8 cm, κεφάλια με κίτρινες ή πορτοκαλί ακτίνες, το καθένα με μια βασική κεντρικό μάτι.

G. rigens (L.) Gaertn. var. uniflora (Lf) Roessler




Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2013

Το Ρόδο της Ερήμου (Adenium obesum)


 To Adenium obesum είναι ένα είδος του ανθοφόρου κακτοειδους φυτου το οποίο ανήκει στην οικογένεια, Apocynaceae , που είναι εγγενή στις περιοχές του Σαχέλ, νότια της Σαχάρας (από τη Μαυριτανία και τη Σενεγάλη έως το Σουδάν), και τις τροπικές και υποτροπικές περιοχές της Ανατολικής και Νότιας Αφρικής και Αραβίας. Κοινά ονόματα περιλαμβάνουν Sabi αστέρι, μεγάλη αντιλόπη της Αφρικής, μακέτα αζαλέα, κρίνο impala της ερήμου και τριαντάφυλλο της ερήμου.

Περιγραφή


Πρόκειται για αειθαλή ή φυλλοβόλο υπό συνθήκες ξηρασίας  χυμώδη θάμνο (το οποίο μπορεί να χάσει επίσης τα φύλλα του κατά τη διάρκεια του ψύχους, ή ανάλογα με το υποείδος ή ποικιλία). Μπορεί να φτάσει τα 1-3 μέτρα ύψος, με παχύκαλους (εξαιρετικά παχύς σε σχέση με το μήκος τους) μίσχους και ένα πρησμένο μπλοκ στη βάση του φυτού. Τα φύλλα είναι τοποθετημένα σπειροειδώς, συγκεντρωμένα προς τις άκρες των βλαστών, απλά με δερματώδη υφή, 5-15 cm στο μήκος και 1-8 cm εύρος. Τα άνθη είναι σωληνωτά, 2-5 εκατοστά σε μήκος, με το εξωτερικό τμήμα 4-6 cm διάμετρο με πέντε πέταλα, που μοιάζουν με εκείνες των άλλων σχετικών γένων όπως της Plumeria και του Nerium . Τα λουλούδια έχουν την τάση να είναι κόκκινα και ροζ, συχνά με ένα υπόλευκο ρουζ προς τα έξω από το λαιμό. 

 

 

 

 

Καλλιέργεια και χρήσεις

Το Adenium obesum είναι ένα δημοφιλές φυτό εσωτερικού χώρου και μπονσάι στις εύκρατες περιοχές. Απαιτεί μια ηλιόλουστη θέση και μια ελάχιστη εσωτερική θερμοκρασία το χειμώνα του 10 ° C. Ευδοκιμεί σε καθεστώς ξηρικού ποτίσματος, όπως απαιτείται από τους κάκτους . Τα Α. obesum συνήθως πολλαπλασιάζονται από το σπόρο ή μοσχεύματα βλαστών. Τα πολυάριθμα υβρίδια διαδίδονται κυρίως με εμβόλια πάνω σε υποκείμενο δενδρυλλίου. Αν και τα φυτά που καλλιεργούνται από σπόρο είναι πιο πιθανό να έχουν το πρησμένο μπλοκ σε νεαρή ηλικία, με το χρόνο πολλά  απο τα μοχέυματα που καλλιεργούνται δύσκολα διακρίνονται από αυτά που έχοθν μεγαλώσει από σπόρο.

Αυτό το φυτό έχει κερδίσει το Royal Horticultural Society 's Award of Merit Garden .


Ο τοξικός χυμός των ριζών και των μίσχων του Adenium obesum  χρησιμοποιείται ως δηλητήριο στα βέλοι που χρησιμοποιούνται για το κυνήγι μεγάλων θηραμάτων στο μεγαλύτερο μέρος της Αφρικής και ως τοξίνη για τα ψάρια . 





Υποείδη


    Adenium obesum subsp. Obesum ( Μαυριτανία και τη Σενεγάλη για το Σουδάν )
    Adenium obesum subsp. Oleifolium ( Νότια Αφρική , Μποτσουάνα )
    Adenium obesum subsp. Socotranum ( Socotra )
    Adenium obesum subsp. Somalense (Ανατολική Αφρική)
    Adenium obesum subsp. Swazicum (Σουαζιλάνδη, Νότια Αφρική)